- παράγω
- ΝΜΑ1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω»)νεοελλ.1. (για τη γη) καρποφορώ, βγάζω ως προϊόν («η Κρήτη παράγει πολλά πορτοκάλια»)2. (σχετικά με προϊόντα τού πνεύματος) συγγράφω, συνθέτω3. (για άψυχα) εκβαλλω («τα τύμπανα παράγουν πολύ δυνατό ήχο»)μσν.-αρχ.φέρνω κάποιον στη μέση ή ενώπιον κάποιου, παρουσιάζωαρχ.1. οδηγώ κοντά ή έξω από έναν τόπο2. στρ. φέρω, οδηγώ τους άντρες από πίσω προς τα πλάγια, από φάλαγγα σε παράταξη3. φέρνω κάτι γύρω από κάποιον ή μπροστά του4. στρέφω κάτι γύρω ή έξω από τη θέση του5. σέρνω κάτι κατά μήκος κάποιου6. κατευθύνω7. παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («μήτε ἡμᾱς ψεύδεσι παράγειν ἐν λόγῳ ἤ ἐν ἔργῳ», Πλάτ.)8. (με αρνητική σημ.) παρασύρω κάποιον σε κάτι («παράγειν ἐς ἀναιδίην», Αρχίλ.)9. μεταβάλλω την αρχική διεύθυνση10. (ιδίως σχετικά με νόμο) διαστρέφω, διαστρεβλώνω11. αποτρέπω κάτι («οὐ οἷός τε ἐγένετο παραγαγεῑν μοίρας», Ηρόδ.)12. (ιδίως στη διαδικασία παραγωγής λέξεων) κάνω μια μικρή αλλαγή, παραλλάσσω κάτι13. παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο14. (σε τραγωδία ή κωμωδία) παριστάνω έναν χαρακτήρα στη σκηνή15. μεριμνώ ώστε να γίνει κάτι («οἱ μὴ παραγεωγότες ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν», πάπ.)16. εισάγω κάποιον ή κάτι κρυφά («ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας... παρῆγε ἔσω», Ηρόδ.)17. επιβραδύνω («προφάσεις τινὰς ποιούμενος παρῆγε τὴν πράξιν», Διόδ.)18. εκτρέπω κάτι19. διέρχομαι, περνώ20. προσεγγίζω σε κάποιον τόπο περνώντας με πλοίο21. πηγαίνω22. αργοπορώ23. παρέρχομαι, εκλείπω24. παθ. γραμμ. α) σχηματίζω τύπους, κλίνομαιβ) καλούμαι με όνομα που προκύπτει από παραγωγή («ὁ ἀνδρίας οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος», Αριστοτ.)25. φρ. α) «παράγειν θριάμβους» — θριαμβεύωβ) «παράγω εἰς τὸν δῆμονοδηγώ ενώπιον τού λαούγ) «παράγω εἰς [ή παρὰ] τὸ δικαστήριον» — οδηγώ ενώπιον τών δικαστών, εισάγω σε δίκηδ) «παράγομαι ἐπί»(σε περίπτωση μηνύσεως) εισάγομαι, οδηγούμαι στο δικαστήριοε) «παράγω τὸν χρόνον» — αφήνω να περνά ο χρόνος.
Dictionary of Greek. 2013.